Κωδικός:Κ/14η ΕΒΑ/83/145
Θέση:Μουσείο Μονής Λειμώνος
Κατηγορία:Έργο Ζωγραφικό
Είδος:Βημόθυρο
Υποδιαίρεση:Βημόθυρο Εικονοστασίου Αγίου Βήματος
Χρονολόγηση:18ος αιώνας - 19ος αιώνας
Κατάσταση Διατήρησης:Τμήμα
Υλικό:Ξύλο Αδιάγνωστο
Περιγραφή:Αριστερή θύρα βημοθύρου Βασιλείου Πύλης ΘΕΣΗ: Μουσείο Μ. Λειμώνος ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Άγνωστη ΥΛΗ - ΤΕΧΝΙΚΗ: Ξυλόγλυπτο, στοκαρισμένο ξύλο - Τέμπερα ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: 119,5x33x3 εκ. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ: Κακή ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ: 18ος - 19ος αιώνας Το χρυσωμένο ξυλόγλυπτο θυρόφυλλο αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα έργου αγνώστου προέλευσης από την επαρχία Μηθύμνης, που φυλάσσεται στο Μοναστήρι. Ξυλόγλυπτο σ' όλη την επιφάνεια του, και στο άνω διάχωρο διάτρητο, έχει οργανωθεί σε τρεις ζώνες. Η πρώτη από πάνω, που αποτελεί την επίστεψή του, διακοσμείται με ελισσόμενο φυλλοφόρο βλαστό και με ανθηρόδακες στα δημιουργούμενα κενά ελίκων. Οι ίδιοι ρόδακες υπάρχουν και στη ζώνη πάνω από τα πρώτα διάχωρα. Ο διάκοσμος είναι κοινός και τον βρίσκουμε και σε άλλα έργα. Εξωτερικά περιβάλλεται από βλαστό ο οποίος στις δύο άκρες απολήγει σε κεφαλές γρυπών. Το έργο παρόλο που έχει δουλευτεί με επιδεξιότητα δεν παύει να είναι βαρύ. Ανάγλυφο διάκοσμο με ελισσόμενο φυλλοφόρο βλαστό φέρει το θυρόφυλλο στη δεξιά του πλευρά μέχρι το ύψος των δύο κάτω ζωνών, ενώ πιο πάνω, όπου ο διάτρητος διάκοσμος, συνεχίζεται με συμφυή στριφτό κιονίσκο, που στεφανώνεται από σχηματοποιημένο κιονόκρανο κοσμημένο με φύλλα λωτού και βλαστούς άκανθας. Στην επόμενη ζώνη, που οργανώνεται με κιονοστήρικτα τόξα στα διάχωρα, εικονίζονται δεξιά ο αρχάγγελος Γαβριήλ και αριστερά ένας ιεράρχης, που κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι κατεστραμμένος. Τα υπολείμματα που διατηρούνται δείχνουν, ότι ο ιεράρχης παριστανόταν κατά μέτωπο με βαθυκύανο στιχάριο, και ερυθρό κρασιού φαιλόνιο, και είχε το δεξί χέρι σε θέση ευλογίας. Από το ελάχιστο γένι που διατηρείται, φαίνεται πως εικονιζόταν πλατυγένης, πράγμα που μας βοηθά να τον ταυτίσουμε με τον άγ. Ιωάννη το Θεολόγο. Α αρχάγγελος εικονίζεται με ανοιχτό δρασκελισμό, σα να πάτησε μόλις στη γη. Στραμμένος προς δεξιά, έχει το δεξί σε χειρονομία λόγου, ενώ στο αριστερό, που δεν έχει αποδοθεί σωστά, μάλλον θα κρατούσε το σκήπτρο. Είναι ντυμένος με ανοιχτό κυανό χιτώνα και χρυσαφί ιμάτιο με βαθύτερης απόχρωσης πτυχώσεις. Στα πόδια φέρει πλουμιστά υποδήματα. Το νεανικό πρόσωπο του αρχαγγέλου είναι σχεδόν στρογγυλό, με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, που κοιτάζουν μπροστά, σπαθωτά φρύδια, σαρκώδη μισάνοιχτα χείλη και κόμη σγουρή που πέφτει δεμένη στο σβέρκο. Τα φτερά έχουν καταστραφεί. Στα διάχωρα της τρίτης ζώνης εικονίζονται επίσης μετωπικοί κάτω από τα τόξα δύο ιεράρχες. Καλύτερα διατηρείται ο αριστερός, που φέρει επίσης αρχιερατική στολή και παριστάνεται μάλλον γέρος με μακριά μαύρη γενειάδα και κοντή μαύρη κόμη. Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ταυτίζονται μάλλον με του άγ. Βασιλείου. Με το δεξί χέρι ευλογεί και με το αριστερό κρατά ευαγγέλιο. Από τον ιεράρχη του δεξιού διάχωρου έχουν απολεπισθεί μεγάλες ζωγραφικές επιφάνειες. Φορεί λαδοπράσινο στιχάριο και κεραμιδί φαιλόνιο και ευλογεί με το δεξί κρατώντας στο αριστερό ευαγγέλιο. Η κόμη του δεν σώζεται, αλλά το λευκό γένι του είναι πλατύ. Ίσως θα μπορούσαμε να τον ταυτίσουμε με τον άγ. Αθανάσιο. Τα τεχνοτροπικά στοιχεία του έργου είναι ανάμεικτα, βυζαντινά, με λίγα δυτικά και λαϊκά, ιδιαίτερα στο πλάσιμο του προσώπου των ιεραρχών. Όλα αυτά τα στοιχεία μας οδηγούν σε μία χρονολόγηση στο τέλος του 18ου αι.